- κλονικός
- -ή, -ό1. αυτός που γίνεται με κλονισμό ή ταραχή2. αυτός που είναι πλήρης κλονισμού3. φρ. ιατρ. «κλονική σύσπαση» — ρυθμική συστολή ενός μυός συντηρούμενη χάρη σε μονοσυναπτικό ίδιο αντανακλαστικό, η οποία αποτελεί σημείο βλάβης τής πυραμιδικής οδού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Μέλισσα τού Αναστ. Γούδα].
Dictionary of Greek. 2013.